σκουτέλα

σκουτέλα
η
(λ. λατ.), πιατέλα, αγγείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλδαροπόλιον — και καρδαροπόλιον, τὸ (Μ) σκεύος, δοχείο πλατύστομο και αβαθές, καρδάρα, σκουτέλα …   Dictionary of Greek

  • τσανάκα — η μεγάλο τσανάκι, γαβάθα, σκουτέλα, πιατέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”